- σκευωρός
- σκευωρόςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκευωρός — και σκαιωρός, ὁ, Α σκευοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + ωρός (< ὁρῶ*), πρβλ. θυρ ωρός. Η γρφ. σκαιωρός είναι μτγν. και οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση τού σκαιός*] … Dictionary of Greek
σκευωρόν — σκευωρός masc/fem acc sg σκευωρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευωρῶ — σκευωρός masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευωρῶν — σκευωρός masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευωρώ — σκευωρῶ, έω, ΝΜΑ, και κυρίως το παθ. σκευωροῡμαι, έομαι, και σκαιωρῶ, έω και σκαιωροῡμαι, έομαι, Α σχεδιάζω κάτι κακό εναντίον κάποιου με ύπουλο και κρυφό τρόπο, μηχανορραφώ, μόνος μου ή με τη σύμπραξη πολλών («οι πολιτικοί του αντίπαλοι… … Dictionary of Greek
ρουφιάνος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Σεπτεμβρίου. * * * ο, θηλ. ρουφιάνα, Ν 1. μαστροπός, προαγωγός 2. συκοφάντης, διαβολέας, σκευωρός, μηχανορράφος, ραδιούργος 3. αυτός που αποκαλύπτει για δικό του… … Dictionary of Greek
σκαιωρός — ὁ, Α βλ. σκευωρός … Dictionary of Greek
σκευωρία — η, ΝΑ, και σκαιωρία Α [σκευωρός] δόλιο τέχνασμα, μηχανορραφία, ραδιουργία (α. «έπεσε θύμα σκευωρίας τών υφισταμένων του» β. «περιγενομένου μου τής τούτων σκευωρίας», Δημοσθ.) αρχ. 1. φροντίδα, επιμέλεια ή φύλαξη τών σκευών 2. πολύ μεγάλη φροντίδα … Dictionary of Greek
Ιάγος — ο 1. πρόσωπο της τραγωδίας του Σαίκσπηρ «Οθέλος». 2. μτφ., άνθρωπος δόλιος, σκευωρός, συκοφάντης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηχανορράφος — ο ο σκευωρός, ο δολοπλόκος: Την ομαλή λειτουργία της επιχείρησης κατέστρεψαν οι μηχανορράφοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)